πικρόποτος

πικρόποτος
-ον, Μ
φρ. «κύλικας πικροπότους» — ποτήρια που φέρνουν πίκρα όταν τά πιεις (Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)*- + ποτός (βλ. λ. πίνω), πρβλ. ηδύ-ποτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

  • πικροποσία — ἡ, Μ [πικρόποτος] το να πίνει κανείς πικρά ποτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”